- μερμηγκολόγος
- οκοινή ονομασία πουλιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μερμήγκι + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μερμηγκοφάγος — ο ο μερμηγκολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερμήγκι + φάγος* (< θ. φαγ )] … Dictionary of Greek
μυρμηγκολόγος — και μερμηγκολόγος, ο ζωολ. είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + λόγος*] … Dictionary of Greek